άκραχτος

άκραχτος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν προσκλήθηκε με κραυγή: Οι κότες άκραχτες δεν έρχονται.
2. αυτός που δεν έκραξε: Ζήτησε να του ετοιμάσουν για φαγητό άκραχτους πετεινούς.
3. απρόσκλητος: Μερικοί χωριανοί είχαν έρθει άκραχτοι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άκραχτος — η, ο και άκραγος [κράζω] 1. (για πτηνά) αυτός που δεν έχει κράξει, δεν έχει λαλήσει ακόμη 2. εκείνος που δεν τόν φώναξε, δεν τόν κάλεσε κανείς (συνήθως σε γάμο), ο απρόσκλητος 3. άκραχτα επίρρ. πριν απ’ τα χαράματα, προτού λαλήσουν τα κοκόρια… …   Dictionary of Greek

  • άκραγος — η, ο ο άκραχτος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”